- μόσκος
- ολιπαρή και αρωματική ουσία που παράγεται από τους αδένες του ζώου Μόσχος ο μοσχοφόρος που ζει στην Αφρική και την Ασία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μόσκος — Επώνυμο Κρητικών ζωγράφων, οι οποίοι ειδικεύονταν στην αγιογραφία. 1. Ηλίας (; – Ζάκυνθος 1682). Καταγόταν από το Ρέθυμνο, αλλά σταδιοδρόμησε επαγγελματικά στη Ζάκυνθο. Τα ελάχιστα βιογραφικά στοιχεία που είχαν περισυλλέγει από το κατεστραμμένο,… … Dictionary of Greek
Мосх — (Μόσκος) греческий поэт буколик из Сиракуз, жил во II в. до Р. Хр. Ему приписывается несколько сохранившихся стихотворений, в том числе небольшая поэма Европа , плач о буколике Бионе, эпиграмма на Эрота, глубоко прочувствованное сравнение жизни… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
μόσχος — I (2ος αι. π.Χ.). Συρακούσιος βουκολικός ποιητής, μιμητής του Θεόκριτου. Στον Μ. αποδίδονται διάφορα έργα, ορισμένα από τα οποία δεν πληρούν τα χαρακτηριστικά της συγγραφικής τεχνικής του. Αναμφισβήτητο έργο του αποτελεί η Ευρώπη, όπου αφηγείται… … Dictionary of Greek
Ζάκυνθος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Πατέρας του ήταν ο Δάρδανος, γιος του Δία και της Ηλέκτρας. Ο Ζ. έφυγε από τη Φρυγία, όπου είχε καταφύγει ο πατέρας του ο οποίος παντρεύτηκε την κόρη του Τεύτρου, βασιλιά της χώρας. Από εκεί πήγε στην Αρκαδία και, αφού… … Dictionary of Greek
москоть — ж. разные хим. вещества как товар , собир. от *москот. Из голл. muskaat или нем. Мuskat(e) от ср. лат. muscātus (см. предыдущее) пахнущий мускусом . Это слово проникло через голл. или нж. нем. также в сканд. языки; ср. Фальк–Торп 743.… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
Leonardo Fibonacci — Liber abbaci, MS Biblioteca Nazionale di Firenze, Codice Magliabechiano cs cI 2616, fol. 124r: Berechnung der „Kaninchenaufgabe“ mit Fibonacci Reihe Leonardo da Pisa, auch Fibonacci genannt (* um 1180? in Pisa; † nach 1241? in Pisa) war… … Deutsch Wikipedia
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
μοσκιά — η [μόσκος] 1. ονομασία τού φυτού ροδή η μόσχοσμος («βάζει μοσκιά μυρόβολη σε καθενός ρουθούνι και τού θαλασσινού θεριού τη μυρουδιά αφανίζει», Εφταλ.) 2. ευωδιά, μυρωδιά … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… … Dictionary of Greek
mosc — MOSC, (1) moşti, s.m., (2) moscuri, s.n. 1. s.m. Mamifer rumegător de mărimea unei căprioare, lipsit de coarne, cu caninii superiori foarte lungi, originar din Asia (Moschus moschiferus). 2. s.n. Substanţă cu miros pătrunzător şi plăcut,… … Dicționar Român